- βούνις
- βοῡνις, η (Α) [βουνός](για περιοχή) βουνώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοῦνις — hilly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῦνι — βοῦνις hilly fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῦνιν — βοῦνις hilly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek